ἐπαπειλεῖται

ἐπαπειλεῖται
ἐπαπειλέω
hold out as a threat to
pres ind mp 3rd sg (attic epic)
ἐπαπειλέω
hold out as a threat to
pres ind mp 3rd sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επαπειλώ — (AM ἐπαπειλῶ, έω) επισείω κάτι ως απειλή, απειλώ, φοβερίζω («ἔπειτ ἐμοὶ τὰ δείν ἐπηπείλησ ἔπη», Σοφ.) νεοελλ. απρόσ. επαπειλείται επίκειται, επικρέμαται ως απειλή ή κίνδυνος αρχ. 1. απλώς απειλώ, φοβερίζω 2. (με απρμφ. μέλλ.) απειλώ ότι θα κάνω… …   Dictionary of Greek

  • προμηνύω — ΝΜΑ, και προμηνώ, άω, Ν [μηνύω] 1. προαναγγέλλω κάτι («ἄλλ oὖν προμηνύσῃς γε τοῡτο μηδενὶ τοὔργον», Σοφ.) 2. φανερώνω ότι κάτι πρόκειται να συμβεί («οἱ γὰρ ὄνειροι θορυβήσαντες αὐτοὺς τοῡτο προεμήνυσαν», ΠΔ) νεοελλ. (το μέσ. και παθ. στο τρίτο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”